- παραφέρεται
- παραφέρωbring topres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευπάροιστος — εὐπάροιστος, ον (Α) 1. αυτός που παραφέρεται εύκολα 2. αυτός που μεταφέρεται εύκολα από τόπο σε τόπο, ο ευμετακόμιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πάρ οιστος (< παρ οίσω, μέλλ. τού παρα φέρω)] … Dictionary of Greek
ηβώ — (Α ἡβῶ, άω, κρητ. τ. ἡβίω, αιολ. τ. ἀβάω) [ήβη] 1. φθάνω στην ήβη, στην εφηβική ηλικία («ὅταν ἡβήσαι τε καὶ ἥβης μέτρον ἵκοιτο», Ησίοδ.) 2. βρίσκομαι στην ακμή τής ηλικίας («ἀνὴρ οὐδὲ μάλ ἡβῶν» άνδρας που δεν έχει φθάσει ακόμη στην ακμή τής… … Dictionary of Greek
παράφορος — η, ο / παράφορος, ον, ΝΑ [παραφέρω] αυτός που φέρεται, που κινείται κοντά σε κάτι με σφοδρότητα, σφοδρός, ορμητικός (α. «παράφορος έρωτας β. «παράφορος πρὸς δόξαν», Πλούτ.) νεοελλ. αυτός που παραφέρεται, που εξάπτεται εύκολα, ευερέθιστος,… … Dictionary of Greek
παραφορά — η, ΝΑ, ιων. τ. παραφορή, ἡ, δωρ. τ. παρφορά, Α [παραφέρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραφέρομαι, το να παραφέρεται κανείς, έξαψη, διέγερση από βίαιο πάθος ή συναίσθημα, παρεκτροπή από σφοδρό θυμό (α. «βρέθηκε σε παραφορά θυμού» β.… … Dictionary of Greek
εγκράτεια — η 1. το να είναι κανείς εγκρατής, η απόλαυση με μέτρο ή και η ολοκληρωτική αποχή από τις σαρκικές απολαύσεις. 2. μτφ., εγκράτεια γλώσσας, το να μη βρίζει κανείς ούτε και να παραφέρεται όταν μιλάει, η λακωνικότητα, συντομία γλώσσας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παράφορος — η, ο 1. για πρόσωπα, αυτός που παραφέρεται, ευέξαπτος, ορμητικός. 2. για πράξεις και συναισθήματα, σφοδρός ορμητικός, ακράτητος: Παράφορος έρωτας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φανατικός — ή, ό επίρρ. ά (λ. λατ.), αυτός που εμπνέεται ή παραφέρεται από φανατισμό (βλ. λ.), ο αφοσιωμένος τυφλά και με πάθος σε κάτι, αυτός που ενεργεί ή γίνεται με πάθος, άσπονδος, αδιάλλαχτος: Φανατικός φασίστας. – Φανατικός ζήλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)